- μπλόφα
- η(λ. αγγλ.), επίδειξη ψεύτικης υπεροχής για να παραπλανηθεί ή να απειληθεί κάποιος: Μας ξεγέλασε με μπλόφα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπλόφα — η 1. τέχνασμα 2. λόγος ή ενέργεια που αποσκοπεί σε εξαπάτηση ή εκφοβισμό 3. επίδειξη ψεύτικης υπεροχής ή αλαζονείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. bluff < γερμ. bluffen] … Dictionary of Greek
μπλοφάρω — [μπλόφα] 1. (στο χαρτοπαίγνιο) προσπαθώ να εξαπατήσω τον αντίπαλο με τη δημιουργία τής εντύπωσης ότι έχω καλύτερο χαρτί από το δικό του 2. μεταχειρίζομαι απατηλό λόγο ή ψεύτικη ενέργεια ή, γενικά, τηρώ στάση τέτοια ώστε να εξαπατήσω ή να… … Dictionary of Greek
μπλοφατζής — ο, θηλ. ού αυτός που μπλοφάρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπλόφα + κατάλ. τζής (πρβλ. καβγα τζής] … Dictionary of Greek
μπλοφάρω — (λ. αγγλ.), μπλόφαρα, κάνω μπλόφα (βλ. λ.): Φαινόταν ότι μπλόφαρε γι’ αυτό δεν ενέδωσα στον εκβιασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)